τρούβλιον

τρούβλιον
τρούβλιον, τό,
A = τρύβλιον, Gloss.; also cj. (as [dialect] Boeot.) in Alex. 142.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τρούβλιον — τὸ, Α βλ. τρύβλιον …   Dictionary of Greek

  • τρύβλιο — το / τρύβλιον, ΝΜΑ, και τρυβλίο Ν, και τρούβλιον και τρίβλιον Α κούπα, ποτήρι ή πιάτο νεοελλ. ειδικό πορσελάνινο δοχείο για τη λειοτρίβηση φαρμάκων μσν. αρχ. (κυρίως στην ιατρ.) μονάδα μέτρησης ισοδύναμη με το 1/4 τής κοτύλης, περίπου 1/8 τή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”